- ιξοβόρος
- -ο (Α ἰξοβόρος, -ον)νεοελλ.πτηνό τής οικογένειας κοσσυφίδες ή τουρδίδεςαρχ.1. αυτός που τρώει τον καρπό τού ιξού («κίχλη ἰξοβόρος», Αριστοτ.)2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰξοβόροςείδος πτηνού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + -βόρος (< βορά < βιβρώσκω), πρβλ. θυμο-βόρος, σαρκο-βόρος].
Dictionary of Greek. 2013.